- νεανικῷ
- νεᾱνικῷ , νεανικόςyouthfulmasc/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
νεανικώ — νεανικῶ, έω (Α) [νεανικός] 1. είμαι νέος 2. είμαι νεανικός … Dictionary of Greek